- σταφνίζω
- Α [στάφνη]μετρώ με τη στάθμη, σταθμίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταφνίζω — στάφνισα, αλφαδιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστάφνιστος — και αστάφνιαστος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει ευθυγραμμιστεί με τη χρησιμοποίηση στάθμης («αστάφνιστος τοίχος») 2. ο αζύγιστος 3. όποιος δεν σταθμίζει τα έξοδά του, ο σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σταφνίζω < σταθμίζω] … Dictionary of Greek
στάφνισμα — τὸ, Α [σταφνίζω] η μέτρηση με τη στάθμη … Dictionary of Greek